- ιεροδικείο(ν)
- τό1) суд инквизиции; 2) магометанский духовный суд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιεροδικείο — το 1. μεσαιωνικό δικαστήριο το οποίο ασχολούνταν αποκλειστικά με την ανεύρεση και τιμωρία τών αιρετικών 2. μωαμεθανικό δικαστήριο που δίκαζε σύμφωνα με τον ιερό νόμο τού Ισλάμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεροδίκης. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροδικείον μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
ιεροδικείο — το 1. μωαμεθανικό δικαστήριο που δικάζει με βάση τον ιερό νόμο. 2. μεσαιωνικό δικαστήριο της καθολικής Eκκλησίας για τους αιρετικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιεροδικαστήριο — το το ιεροδικείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + δικαστήριο. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροδικαστήριον μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
μουφτής — Αραβική λέξη (μούφτι), που την πήραν οι Τούρκοι (μουφτί) και από αυτούς οι Έλληνες. Σημαίνει κατά λέξη «αυτός που εκδίδει φετβά» (δηλαδή δικαστική απόφαση) και χαρακτηρίζει τον νομομαθή στον οποίο μπορεί να αποταθεί ένας ιδιώτης, μια κοινότητα ή… … Dictionary of Greek